Ὀθρυονέα

Ὀθρυονέα
Ὀθρυονέᾱ , Ὀθρυονεύς
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Καβασσός ή Καβησσός — Αρχαία πόλη της Λυκίας ή, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, της Καππαδοκίας. Την αναφέρει ο Όμηρος ως γενέτειρα του Οθρυονέα, ο οποίος έσπευσε να βοηθήσει τους Τρώες και σκοτώθηκε από τον Ιδομενέα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”